- ζωογενής
- ης, ες1) происходящий от животного; 2) животный, скотский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωογενής — ές (Α ζωογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός νεοελλ. αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ζῳογενές — ζῳογενής of animate kind masc/fem voc sg ζῳογενής of animate kind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωογένεια — η [ζωογενής] (εσφ. τ. αντί ζωογονία) η γένεση, η καταγωγή από ζώο … Dictionary of Greek
ԿԵՆԴԱՆԱԾԻՆ — (ծնի, նաց.) NBH 1 1085 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. ζωγονοῦν, ζωογενής ab animali procreatus, animalis. Կենդանի ծնեալն. ʼի կենդանւոյն ծնեալն առ ʼի կեալ. կենդանի. *Խելամուտ առնել զորդիսն իսրայէլի ʼի մէջ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)